Πότε παραγράφονται τα φορολογικά έτη για σκοπούς φορολογίας εισοδήματος;

Πότε παραγράφονται τα φορολογικά έτη για σκοπούς φορολογίας εισοδήματος; 

Τέλος στην ομηρία δεκάδων χιλιάδων φορολογουμένων και επιχειρήσεων βάζει με εγκύκλιό της η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), εφαρμόζοντας την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για τις παραγραφόμενες χρήσεις. Συγκεκριμένα, το ανώτατο δικαστήριο με την πρόσφατη απόφασή του έκρινε παράνομες και αντισυνταγματικές τις παρατάσεις των παραγραφών πέραν της πενταετίας.

Με την εγκύκλιο που εξέδωσε ο διοικητής της Αρχής, Γ. Πιτσιλής, γνωστοποιεί στον ελεγκτικό μηχανισμό σε ποιες υποθέσεις πρέπει να δώσει έμφαση, επισημαίνοντας ότι οι χρήσεις μέχρι το 2005 έχουν παραγραφεί εφόσον οι φορολογούμενοι έχουν υποβάλει φορολογικές δηλώσεις. Επίσης, και οι χρήσεις από το 2006 μέχρι και το 2010 θα πρέπει να θεωρούνται παραγεγραμμένες, υπό την προϋπόθεση ότι ο ελεγκτικός μηχανισμός δεν έχει εντοπίσει συμπληρωματικά πληροφοριακά στοιχεία. Επί της ουσίας οι υποθέσεις που αφορούν τα εμβάσματα και τις λίστες Λαγκάρντ, Μπόργιανς κ.λπ. έχουν παραγραφεί μέχρι και το 2005.

Στις 31.12.2017 παραγράφονται για σκοπούς φορολογίας εισοδήματος τα φορολογικά έτη 2006 (στην περίπτωση 10ετούς παραγραφής) και 2011 (στην περίπτωση 5ετούς παραγραφής). Συνεπώς, μέχρι την παραπάνω ημερομηνία πρέπει να έχουν κοινοποιηθεί οι πράξεις διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου για τα έτη αυτά στους ελεγχόμενους φορολογουμένους. Σημειώνεται ότι, μετά την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (1738/2017), δεν μπορεί να δοθεί παράταση στον χρόνο παραγραφής, καθώς η πρακτική αυτή των διαδοχικών παρατάσεων κρίθηκε ως αντισυνταγματική.

Για τις χρήσεις μετά το έτος 2016, είναι αρκετά πιθανό να διατηρηθούν ανοικτές, καθώς αποτελούν νέα συμπληρωματικά στοιχεία. Κάτι που δεν φαίνεται να ισχύει για τη λίστα των εμβασμάτων, καθώς τα στοιχεία ήταν πάντα στη διάθεση του ελεγκτικού μηχανισμού. Σε κάθε περίπτωση, αναμένεται σχετική απόφαση από το Συμβούλιο της Επικρατείας το οποίο θα κρίνει σχετικά.

Οπως προκύπτει από την εγκύκλιο, οι προϊστάμενοι των ελεγκτικών κέντρων πρέπει να ρίξουν το βάρος στους ελέγχους των εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων ως εξής:

Από το 2001 μέχρι το 2005 οι υποθέσεις έχουν παραγραφεί, εκτός και αν οι φορολογούμενοι δεν έχουν υποβάλει φορολογικές δηλώσεις. Αυτό σημαίνει ότι θα αναζητούν περιπτώσεις φορολογουμένων που δεν έχουν υποβάλει το διάστημα αυτό φορολογικές δηλώσεις και έχουν εκκρεμείς υποθέσεις. Δηλαδή, οι φορολογούμενοι που βρίσκονται σε λίστες για υποθέσεις από το 2001 έως και το 2005 (και έχουν υποβάλει φορολογική δήλωση) δεν έχουν κανέναν λόγο να φοβούνται για πρόστιμα και πρόσθετους φόρους, αφού οι υποθέσεις τους έχουν παραγραφεί.

Για τις χρήσεις από το 2006 και μετά, οι υποθέσεις θα ελέγχονται κατά προτεραιότητα μόνο εφόσον υπάρχουν συμπληρωματικά στοιχεία. Όπως προαναφέρθηκε, τον Οκτώβριο το ΣτΕ θα λάβει απόφαση για τα συμπληρωματικά στοιχεία. Όσον αφορά τις υποθέσεις των εμβασμάτων, το ΣτΕ θα κρίνει εάν οι ελληνικοί λογαριασμοί αποτελούν νέο στοιχείο ή όχι.

Οι υποθέσεις από το 2008 και μετά ελέγχονται κατά προτεραιότητα εφόσον έχει εντοπιστεί φοροδιαφυγή. Για αυτές τις υποθέσεις ισχύει, σύμφωνα με νόμο που ψηφίστηκε το 2013 (κώδικας φορολογικών διαδικασιών), 20ετής παραγραφή. Ουσιαστικά ο νόμος 4174 του 2013 με αναδρομική ισχύ (από το 2008) αυξάνει για τις υποθέσεις φοροδιαφυγής την παραγραφή στα 20 χρόνια. Ομως και αυτές οι υποθέσεις και η συγκεκριμένη διάταξη του νόμου θα κριθούν στα μέσα Οκτωβρίου από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Συγκεκριμένα το Ανώτατο δικαστήριο θα κρίνει εάν ισχύει η 20ετία από το 2008 για τις υποθέσεις φοροδιαφυγής ή από την ψήφιση του νόμου που έγινες το 2013.

• Οι χρήσεις 2011 και μετά ελέγχονται κατά προτεραιότητα, καθώς βρίσκονται εντός του γενικού ορίου της 5ετούς παραγραφής.

Πάντως, το επιχειρησιακό σχέδιο τη ΑΑΔΕ προβλέπει ότι έμφαση πρέπει να δοθεί στους ελέγχους της τελευταίας πενταετίας. Μάλιστα, προβλέπεται για το τρέχον έτος οι έλεγχοι να επιμεριστούν κατά 60% σε υποθέσεις της τελευταίας πενταετίας και κατά 40% σε παλαιότερες. Το ποσοστό μάλιστα αυτό το 2018 αναμένεται να γίνει 70% για τις νεότερες υποθέσεις και 30% για τις παλαιότερες. Και αυτό, καθώς η φορολογική διοίκηση έχει επιλέξει να ασχοληθεί με τις πιο πρόσφατες υποθέσεις καθώς η πρακτική δείχνει ότι σε αυτές «υπάρχουν χρήματα», ενώ αντίθετα στις παλαιές υποθέσεις προ του 2010 αφενός ο έλεγχος είναι δυσκολότερος και χρονοβόρος, αφετέρου τα οφέλη για τα ταμεία του Δημοσίου είναι πενιχρά.

ΠΗΓΗ Έντυπη Έκδοση ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ



Δείτε ακόμη…

• Τέλος Νοεμβρίου η δημοσιοποίηση μεγαλοοφειλετών προς τα ταμεία…

• Η μόδα των Ι.Κ.Ε.