Aδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας και Φορολογικοί έλεγχοι – Τι ισχύει πλέον;… της Χρύσας Σωτηράκη
Η πρόσφατη απόφαση 2934/2017 της ολομέλειας του ΣτΕ και η σχετική εγκύκλιος της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε) 1175/16-11-2017 βάζουν τέλος στο θολό τοπίο χαρακτηρισμού “αδικαιολόγητης προσαύξησης περιουσίας” από τις φορολογικές ελεγκτικές αρχές και παρέχουν απαντήσεις σχετικά με τον επίμαχο θέμα.
Ειδικότερα, η εγκύκλιος της ΑΑΔΕ παρέχει απαντήσεις σε ερωτήματα των ελεγκτικών αρχών και ορίζει μεταξύ άλλων ότι:
– Δεν υφίσταται προσαύξηση περιουσίας στην περίπτωση κατά την οποία είναι εμφανής η προέλευση ενός χρηματικού ποσού το οποίο εμφανίζεται ως πίστωση στον τραπεζικό λογαριασμό του ελεγχόμενου φυσικού προσώπου (εισόδημα από κεφάλαιο, εισόδημα από κινητές αξίες, εισόδημα Δ’ πηγής του ν.2238/1994, πώληση περιουσιακών στοιχείων, δάνειο, κ.τλ.) δηλαδή (εισόδημα από πώληση μετοχών, ομολόγων, εισόδημα από εμπορική δραστηριότητα, πώληση περιουσιακών στοιχείων, λήψη δανείου, κλπ) ακόμη και αν το ποσό αυτό δεν είχε δηλωθεί από τον φορολογούμενο στην φορολογική του δήλωση, παρά το ότι είχε τη σχετική υποχρέωση.
- Στην περίπτωση που ο φορολογούμενος κατέθεσε σε τραπεζικούς του λογαριασμούς χρήματα από την πώληση ακινήτων τα οποία δεν αναγράφονται στο συμβόλαιο = Δεν αποτελεί εισόδημα από αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας.
- Στην περίπτωση που ο φορολογούμενος προχώρησε σε σύνταξη συμπληρωματικού συμβολαίου για το τμήμα του τιμήματος που δεν είχε αναγραφεί στο αρχικό συμβόλαιο = Δεν αποτελεί εισόδημα από αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας.
- Στην περίπτωση που συντάχθηκε νέο συμβόλαιο και όχι συμπληρωματικό για το τμήμα του τιμήματος που δεν είχε αναγραφεί στο αρχικό συμβόλαιο= Δεν αποτελεί εισόδημα από αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας.
- Στην περίπτωση που ο φορολογούμενος έχει επαναπατρίσει κεφάλαια με τις ρυθμίσεις του 2004 και του 2010 και έχει πληρώσει το οριζόμενο φόρο με αποτέλεσμα να εξαντλείται και η σχετική του φορολογική υποχρέωση για τα ποσά αυτά = Δεν αποτελεί εισόδημα από αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας.
- Στην περίπτωση που έχει δηλώσει ποσά με τη ρύθμιση του επαναπατρισμού ακόμη και αν δεν έχει προβεί σε μεταφορά των χρημάτων αυτών στην Ελλάδα, αλλά ανά πάσα στιγμή δύναται να τα επαναπατρίσει = Δεν αποτελεί εισόδημα (έμβασμα) από αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας.
- Στην περίπτωση που τα ποσά που βρίσκονται στους τραπεζικούς λογαριασμούς του φορολογούμενου αποτελούν εισόδημα από ατομική επιχειρηματική δραστηριότητα τότε φορολογείται ως τέτοια πηγή εισοδήματος και = Δεν αποτελεί εισόδημα από αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας.
Στην τελευταία περίπτωση μάλιστα, εφόσον διαπιστωθεί ότι προκύπτει υποχρέωση καταβολής ΦΠΑ, φυσικά και θα καταλογιστεί και βεβαιωθεί ο σχετικός φόρος.
Στο σημείο αυτό, να θυμίσουμε κάποια σημεία σχετικά και με τις παραγραφές των χρήσεων:
Οι χρήσεις 2001 έως το 2005, θεωρούνται παραγραμμένες χρήσεις για φυσικά πρόσωπα, επαγγελματίες και εταιρείες, εφόσον έχει υποβληθεί για αυτές σχετική δήλωση φορολογίας εισοδήματος και δεν προκύπτει θέμα περί ξεπλύματος μαύρου χρήματος. (Σχετικές αποφάσεις Α.Α.Δ.Ε. υπ’ αριθμ. ΔΕΛ Β 1136035 ΕΞ 15.09.2017, όπου τροποποίησε την υπ’ αριθμ. ΔΕΛ Β’ 1189202 ΕΞ 2016/28-12-2016)
Σύμφωνα με τη απόφαση της ΑΑΔΕ 1466/2017 (ΦΕΚ 3326Β/21-9-2017):
Για τις χρήσεις από το 2006 και μετά, οι υποθέσεις θα ελέγχονται κατά προτεραιότητα μόνο εφόσον υπάρχουν νέα στοιχεία . Σημειώνεται ότι το φορολογικό έτος 2006 παραγράφεται στις 31.12.2017 για σκοπούς φορολογίας εισοδήματος (στην περίπτωση 10ετούς παραγραφής).
Οι χρήσεις 2011 και μετά ελέγχονται κατά προτεραιότητα, καθώς βρίσκονται εντός του γενικού ορίου της 5ετούς παραγραφής. Σημειώνεται ότι το φορολογικό έτος 2011 παραγράφεται στις 31.12.2017 για σκοπούς φορολογίας εισοδήματος (στην περίπτωση 5ετούς παραγραφής).
Οπότε θα πρέπει οι φορολογικές αρχές να προβούν σε κοινοποίηση πράξεων διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου για τα έτη αυτά προς τους ελεγχόμενους φορολογουμένους, αφού η σχετική Απόφαση 1738/2017 της Ολομέλειας του ΣτΕ, έκρινε αντισυνταγματική την πρακτική διαδοχικών παρατάσεων στο χρόνο παραγραφής των χρήσεων και ότι δεν δύναται οι παραγραφές των χρήσεων να παίρνουν παράταση άνω της πενταετίας, εκτός εάν δεν έχει υποβληθεί σχετική φορολογική δήλωση, οπότε στις περιπτώσεις αυτές η παραγραφή είναι δεκαπενταετής.
Επίσης οι υποθέσεις για τις χρήσεις 2008 και μετά ελέγχονται κατά προτεραιότητα εφόσον έχει εντοπιστεί φοροδιαφυγή. Για αυτές τις υποθέσεις ισχύει, σύμφωνα με νόμο 4174/2013, 20ετής παραγραφή. (Όμως εξαρτάται και πάλι από τα στοιχεία που προσκομίζει η φορολογική αρχή και τις χαρακτηρίζει ως υποθέσεις φοροδιαφυγής).
Τέλος η άνω απόφαση 1738/2017 του ΣτΕ, όρισε τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων η παραγραφή των χρήσεων θα μπορούσε να παραταθεί για άλλη μία πενταετία, δηλαδή η παραγραφή των χρήσεων να είναι δεκαετής.
Οι προϋποθέσεις αυτές είναι:
Α) Όταν η δήλωση θεωρείται ανακριβής.
Β) Όταν έχουν αποσταλεί στοιχεία σε ελληνική δικαστική, φορολογική, ελεγκτική ή άλλη αρχή από άλλα κράτη – μέλη της Ε.Ε. ή τρίτες χώρες στα πλαίσια αμοιβαίας διοικητικής ή δικαστικής συνδρομής ή συμβάσεων αποφυγής διπλής φορολογίας εισοδήματος και κεφαλαίου ή συμβάσεων ανταλλαγής πληροφοριών ή συμβάσεις διοικητικής συνδρομής για την καταπολέμηση της απάτης και της φοροδιαφυγής ή οποιασδήποτε άλλης διαδικασίας, ή εκκρεμεί, κατόπιν αιτήματος των ανωτέρω ελληνικών αρχών η αποστολή στοιχείων.
Γ) Όταν παρουσιαστούν συμπληρωματικά στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία εμφανίζεται ότι το εισόδημα του φορολογούμενου είναι μεγαλύτερο από το δηλωθέν.
ΠΟΛ.1175
ΘΕΜΑ: “Διευκρινίσεις για θέματα ελέγχου προσαύξησης περιουσίας”
Σε συνέχεια ερωτημάτων που αφορούν στη διενέργεια ελέγχων αναφορικά με προσαύξηση περιουσίας φορολογουμένων, ανεξαρτήτως του τρόπου ή της μεθόδου προσδιορισμού της φορολογητέας ύλης και κατόπιν πρόσφατης σχετικής νομολογίας του ΣτΕ, επισημαίνονται τα εξής:
- Δεν υφίσταται προσαύξηση περιουσίας κατά την έννοια της παρ. 3 του άρθρου 48 του ν. 2238/1994 ή της παρ. 4 του άρθρου 21 του ν.4172/2013, στην περίπτωση κατά την οποία είναι εμφανής η πηγή προέλευσης ενός χρηματικού ποσού, το οποίο εμφανίζεται ως πίστωση στον τραπεζικό λογαριασμό του ελεγχόμενου φυσικού προσώπου (π.χ. εισόδημα από κεφάλαιο, εισόδημα από κινητές αξίες, εισόδημα Δ’ πηγής του ν.2238/1994, πώληση περιουσιακών στοιχείων, δάνειο, κ.τλ.), ακόμα και αν το ποσό αυτό δεν συμπεριελήφθη στις σχετικές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, ενώ υπήρχε σχετική υποχρέωση. Στις περιπτώσεις αυτές, εφόσον οι εν λόγω πιστώσεις συνεπάγονται φορολογική υποχρέωση στον φόρο εισοδήματος, ο καταλογισμός δεν θα γίνεται κατ’ επίκληση των ανωτέρω διατάξεων, αλλά των, κατά περίπτωση, εφαρμοστέων διατάξεων του ν.2238/1994 ή του ν.4172/2013, αναλόγως του είδους του εισοδήματος.
- Γενικά, επισημαίνεται ότι πίστωση σε τραπεζικό λογαριασμό μπορεί να λογισθεί και να φορολογηθεί ως εισόδημα της παρ. 3 του άρθρου 48 του ν. 2238/1994 ή της παρ. 4 του άρθρου 21 του ν.4172/2013 του δικαιούχου του λογαριασμού, εφόσον δεν καλύπτεται με τα δηλωθέντα εισοδήματά του, ούτε από άλλη συγκεκριμένη και αρκούντως τεκμηριωμένη, ενόψει των συνθηκών, πηγή ή αιτία, είτε την οποία αυτός επικαλείται, κατόπιν κλήσης του από τη Διοίκηση για παροχή σχετικών πληροφοριών ή προηγούμενη ακρόαση, είτε την οποία εντοπίζει η φορολογική αρχή στο πλαίσιο της λήψης των προβλεπόμενων στο νόμο, αναγκαίων, κατάλληλων και εύλογων μέτρων ελέγχου.
Σημειώνεται ότι ο φορολογούμενος οφείλει κατ’ αρχήν, να ανταποκριθεί στην κλήση της ελεγκτικής αρχής να της χορηγήσει τα αναγκαία και εύλογα, ενόψει των συνθηκών, στοιχεία διευκρίνισης και επαρκούς δικαιολόγησης της περιουσιακής του κατάστασης, η οποία προδήλως δεν ανταποκρίνεται σε εκείνη που προκύπτει από τα στοιχεία των φορολογικών του δηλώσεων. Η άρνηση ή η παράλειψη του φορολογούμενου να παράσχει τις παραπάνω πληροφορίες ή η αδυναμία του να τεκμηριώσει επαρκώς τους ισχυρισμούς προς δικαιολόγηση των επίμαχων ποσών λαμβάνεται υπόψη κατά την εκτίμηση από τη φορολογική αρχή των αποδείξεων σε βάρος του.
Σε περίπτωση που δεν προσκομίζονται στοιχεία για επένδυση ή κίνηση λογαριασμού ημεδαπής ή αλλοδαπής, λόγω αντικειμενικής αδυναμίας προσκόμισης των σχετικών δικαιολογητικών (για παράδειγμα, διότι έχει παρέλθει ο χρόνος που η τράπεζα ή άλλο ίδρυμα έχει υποχρέωση διαφύλαξης των σχετικών αρχείων), γίνονται δεκτοί οι ισχυρισμοί του ελεγχόμενου, εκτός αν η φορολογική αρχή αιτιολογημένα απορρίψει αυτούς στη βάση άλλων στοιχείων που διαθέτει.
Σε κάθε περίπτωση, εάν διαπιστωθεί ότι η απόκτηση της επένδυσης έλαβε χώρα σε χρόνο εκτός των φορολογικών ετών που περιλαμβάνονται στην εντολή ελέγχου, ή το εισερχόμενο έμβασμα αλλοδαπής προέρχεται από καταθέσεις / πραγματικά εισοδήματα προγενέστερων ετών της ελεγχόμενης περιόδου, οι εν λόγω πιστώσεις θεωρούνται δικαιολογημένες για το ελεγχόμενο διάστημα και δεν θεμελιώνεται, εξ αυτού του λόγου, επέκταση του φορολογικού ελέγχου στα προγενέστερα αυτά έτη, εκτός εάν και στο μέτρο που είναι απολύτως αναγκαίο για την διακρίβωση της υπαγωγής σε φόρο ή νόμιμης απαλλαγής από αυτόν των κεφαλαίων από τα οποία προέρχονται οι εν λόγω πιστώσεις, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων περί παραγραφής.
- Η διάταξη του εδαφίου β’ της παραγράφου 3 του άρθρου 48 του ν. 2238/1994 έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται, κατ’ αρχήν (εφόσον, βέβαια, δεν έχει παρέλθει ο προβλεπόμενος στη νομοθεσία χρόνος παραγραφής) και σε υποθέσεις, στις οποίες η περιουσιακή προσαύξηση, άγνωστης πηγής ή αιτίας, προκύπτει σε χρόνο προγενέστερο της 30.9.2010 (ΣτΕ 1225/2017, ΣτΕ 884/2016, ΣτΕ 1897/2016).
- Το ποσό τραπεζικού λογαριασμού που τροφοδότησε έμβασμα και λογίζεται ως φορολογητέο εισόδημα της παρ. 3 του άρθρου 48 του ν. 2238/1994 ή της παρ. 4 του άρθρου 21 του ν.4172/2013, φορολογείται ως εισόδημα της διαχειριστικής περιόδου κατά την οποία προκύπτει ότι εισήχθη το ποσό αυτό στην περιουσία του δικαιούχου του λογαριασμού, η δε μεταφορά με έμβασμα χρηματικού ποσού από τραπεζικό λογαριασμό δικαιούχου σε άλλο τραπεζικό λογαριασμό του (στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή) δεν αποτελεί προσαύξηση της περιουσίας του. Συνεπώς, κρίσιμος δεν είναι, τουλάχιστον κατ’ αρχήν ο χρόνος διενέργειας του εμβάσματος, αλλά είτε ο χρόνος της κατάθεσης του επίμαχου ποσού (ή σε περίπτωση τμηματικής κατάθεσης του, ο χρόνος που κατατέθηκε καθένα από τα τμήματα του) στον τραπεζικό λογαριασμό του δικαιούχου, μέσω του οποίου έγινε το έμβασμα, είτε ο προγενέστερος αυτού χρόνος κατά τον οποίο προκύπτει ότι επήλθε η αντίστοιχη προσαύξηση της περιουσίας του (ΣτΕ 1225/2017, ΣτΕ 884/2016, ΣτΕ 435/2017). Ο προσδιορισμός του ως άνω κρίσιμου χρόνου πρέπει να γίνεται από την ελεγκτική αρχή με βάση πρόσφορα και επαρκή στοιχεία τα οποία συλλέγονται κατόπιν της λήψης των προβλεπόμενων στο νόμο αναγκαίων, κατάλληλων και εύλογων, ενόψει των περιστάσεων, μέτρων ελέγχου στα οποία συμπεριλαμβάνονται ιδίως η κλήση του φορολογούμενου για παροχή εξηγήσεων και η αναζήτηση πληροφοριών και στοιχείων από τα εμπλεκόμενα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Αν η εντός ευλόγου χρόνου συλλογή στοιχείων σχετικά με τη διαπίστωση του χρόνου προσαύξησης της περιουσίας καθίσταται αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής, γεγονός που πρέπει να βεβαιώνεται από τη φορολογική αρχή με ειδική αιτιολογία, αυτή μπορεί να διαπιστώσει τον κρίσιμο, κατά τα προεκτεθέντα, χρόνο με βάση όσα στοιχεία κατάφερε να συγκεντρώσει ο έλεγχος και, στην εξαιρετική περίπτωση παντελούς έλλειψης τέτοιων στοιχείων, να θεωρήσει κατά τεκμήριο ως κρίσιμο χρόνο εκείνον του εμβάσματος (ΣτΕ 884/2016).
- Ειδικότερα, σχετικά με τον έλεγχο υποθέσεων για προσαύξηση περιουσίας παρέχονται οι ακόλουθες διευκρινίσεις προκειμένου να υπάρχει ομοιόμορφη αντιμετώπιση των υποθέσεων:
5.1. Ως προς τον χρόνο μεταξύ ανάληψης και επανακατάθεσης ισχύουν τα αναγραφόμενα στο ΔΕΑΦ Α 1144110 ΕΞ 2015/5.11.2015 έγγραφό μας.
5.2. Υπενθυμίζεται ότι για τα μερίσματα πλοιοκτητριών εταιρειών ή εταιρειών χαρτοφυλακίου ισχύει το άρθρο 44 του ν.4141/2013 και τα όσα έχουν διευκρινιστεί με την ΠΟΛ.1106/14.4.2014 εγκύκλιο.
5.3. Το υπερβάλλον τίμημα από μεταβίβαση ακινήτου το οποίο διαπιστώνεται ως τέτοιο από τον έλεγχο και δηλώνεται από τον πωλητή με συμπληρωματικό συμβόλαιο ανεξάρτητα από τον χρόνο σύνταξης του αρχικού συμβολαίου δεν αποτελεί προσαύξηση περιουσίας, δεδομένου ότι με την υποβολή του συμπληρωματικού συμβολαίου είναι γνωστή η πηγή προέλευσης και το υπερβάλλον τίμημα είτε έχει φορολογηθεί ή νομίμως απαλλαγεί. Τα ανωτέρω ισχύουν ακόμη και αν δεν συνταχθεί συμπληρωματικό συμβόλαιο, εφόσον από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του ο έλεγχος αποδεικνύεται ότι τα σχετικά ποσά αποτελούν μη δηλωθέν τίμημα μεταβίβασης ακινήτου (όπως, ενδεικτικά, η ταυτόχρονη ή σχεδόν ταυτόχρονη με το συμβόλαιο μεταβίβαση κατάθεσης χρημάτων σε λογαριασμό του πωλητή από τον αγοραστή ή η ύπαρξη επιταγών). Κατά τον αντικειμενικό προσδιορισμό του εισοδήματος από ιδιοχρησιμοποίηση – ιδιοκατοίκηση ακινήτου σύμφωνα με τις παρ. 1 και παρ. 3 του άρθρου 22 του ν. 2238/1994 ή της παρ. 2 του άρθρου 39 του ν.4172/2013, λαμβάνεται υπόψη η αξία του ακινήτου ως οικοδομή, συμπεριλαμβανομένου του συνόλου των στεγασμένων επιφανειών και δεν λαμβάνεται υπόψη το δικαίωμα υψούν, το οικόπεδο ή το αγροτεμάχιο. (σχετ. το 1064968/1070/Α0012/30.05.1994 έγγραφό μας).
5.4. Ο χαρακτηρισμός μιας πίστωσης σε λογαριασμό στον οποίο συμμετέχει ο ελεγχόμενος ως προερχόμενης ή σχετιζόμενης με ατομική επιχειρηματική δραστηριότητα εξετάζεται ως πραγματικό γεγονός. Εφόσον αποδειχθεί ότι προέρχεται από ατομική επιχειρηματική δραστηριότητα, δηλαδή προσδιορίζεται το είδος της παρασχεθείσας υπηρεσίας και ο λήπτης αυτής ή το πωληθέν αγαθό και ο αγοραστής αυτού, τότε φορολογείται, κατά περίπτωση, με τις οικείες διατάξεις του ν. 2238/1994 (άρθρα 28, 40, 48 κ.λπ.) ή την παρ.1 του άρθρου 21 του ν .4172/2013 και υπόκειται σε τυχόν λοιπές φορολογίες (π.χ. ΦΠΑ), εάν δεν έχει ήδη φορολογηθεί.
Στην περίπτωση που ο ελεγχόμενος συμμετέχει σε οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο (ΟΕ, ΕΕ, ΑΕ, ΕΠΕ, ΙΚΕ), κοινωνία ή κοινοπραξία, και το ποσό που πιστώνεται σε λογαριασμό στον οποίο συμμετέχει το φυσικό πρόσωπο είναι ποσό που αποδεικνύεται ότι αφορά συναλλαγές ή εισόδημα ή περιουσία του νομικού προσώπου ή κοινωνίας ή κοινοπραξίας, δεν συνιστά προσαύξηση περιουσίας, καθώς είναι γνωστής προέλευσης. Στην περίπτωση αυτή το ποσό δύναται να συνιστά δάνειο (αν τούτο προκύπτει από τις σχετικές εγγραφές στα βιβλία ή από άλλα στοιχεία), ή ταμειακή διευκόλυνση, ανάλογα με τα πραγματικά περιστατικά της κάθε περίπτωσης, κατά την κρίση του ελέγχου.
Επισημαίνεται ότι αν αυτό το ποσό επεστράφη στο νομικό πρόσωπο (ή κοινωνία ή κοινοπραξία) πριν από την διενέργεια του ελέγχου, τότε αποτελεί δάνειο ή ταμειακή διευκόλυνση (ανάλογα με τα πραγματικά περιστατικά) για το φυσικό πρόσωπο και η τυχόν απόδοση (υπεραξία) αποτελεί εισόδημα του φυσικού προσώπου εφόσον στο νομικό πρόσωπο επεστράφη μόνο το κεφάλαιο.
Σε κάθε περίπτωση οι σχετικές πιστώσεις αξιολογούνται σε σχέση με τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης, λαμβανομένου υπόψη και του αναλογούντος ΦΠΑ, ανάλογα με την περίπτωση. Σε περίπτωση που ο φορολογούμενος επικαλείται μεν τη λήψη δανείου από ελληνική ή αλλοδαπή επιχείρηση, αλλά δεν υπάρχει σχετικό έγγραφο βέβαιης χρονολογίας ούτε και μπορεί να αποδειχθεί η λήψη του δανείου αυτού από άλλα στοιχεία (π.χ. κινήσεις τραπεζικών λογαριασμών του δανειστή ή του δανειζόμενου από τις οποίες να προκύπτει δόση ή επιστροφή χρημάτων), τότε ο ισχυρισμός του φορολογούμενου περί δανείου δεν μπορεί να γίνει δεκτός.
- Στις περιπτώσεις που έχει γίνει χρήση των διατάξεων περί επαναπατρισμού κεφαλαίων (άρθρο 38 του ν.3259/2004 και άρθρο 18 του ν. 3842/2010) και έχει καταβληθεί ο αναλογών φόρος, τότε εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση για τα ποσά που δηλώθηκαν και για τα οποία καταβλήθηκε ο φόρος που προέβλεπαν οι σχετικές διατάξεις. Σε αυτή την περίπτωση τα εν λόγω ποσά μπορούν να επαναπατριστούν οποτεδήποτε το επιθυμεί ο ελεγχόμενος και, εφόσον επαναπατρισθούν (εισερχόμενο έμβασμα) αναγράφονται στους κωδικούς 783-784 της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος της οικείας φορολογικής δήλωσης και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη τεκμηρίων απόκτησης περιουσιακών στοιχείων.
Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ
19.11.2017 /της Χρύσας Σωτηράκη, Λογίστρια–Φοροτεχνικός–Σύμβουλος επιχειρήσεων της ομάδας «LOLplus – Λογιστικές Ολοκληρωμένες Λύσεις» – site: www.lolplus.gr
Δείτε ακόμη….
• Οδηγός Ελεύθερου Επαγγελματία: Τι οφείλει να γνωρίζει… Σημεία S.O.S.!